υγιεινός

υγιεινός
-ή, -ό/ ὑγιεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.)
2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς ὑγιεινοτάτοις χαίρειν», Iσοκρ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγεία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βλ. υγιεινή
αρχ.
1. (για πρόσ.) i) υγιής
ii) αυτός που ασχολείται με τη διατήρηση τής υγείας τών άλλων, γιατρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγιεινόν
υγεία.
επίρρ...
υγιεινώς / ὑγιεινῶς, ΝΜΑ, και υγιεινά Ν
με υγιεινό τρόπο ή σε καλή υγιεινή κατάσταση
αρχ.
1. χωρίς βλάβη τής υγείας («πολλοὶ μέντοι ἤδη καὶ εὐφόρως ἤνεικαν καὶ ὑγιεινῶς τὴν κύφωσιν ἄχρι γήρων», Ιπποκρ.)
2. σύμφωνα με τον τρόπο υγιούς ανθρώπου («λέγομεν γὰρ ὑγιεινῶς βαδίζειν, ὅταν βαδίζῃ ὡς ἂν ὁ ὑγιαίνων», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «ὑγιεινῶς ἔχω» — είμαι καλά στην υγεία μου, υγιαίνω (Πλάτ.)
β) «ὑγιεινῶς διάγω» — ζω σύμφωνα με τις επιταγές τής υγιεινής (Ξεν.)
γ) «ὑγιεινῶς ποιῶ τι» — αποβλέπω στη διατήρηση τής υγείας (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιεσ-νός (< θ. υγιεσ- τού σιγμόληκτου επιθ. ὑγιής) με απλοποίηση τού συμπλέγματος -σν- και αντέκταση (πρβλ. ἀλγεινός < *ἀλγεσνός, ὀρεινός < *ὀρεσνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑγιεινός — good for the health masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην υγεία, ο ωφέλιμος στην υγεία: Υγιεινό κλίμα. 2. το θηλ. ως ουσ., υγιεινή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγιεινά — ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc pl ὑγιεινά̱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc/acc dual ὑγιεινά̱ , ὑγιεινός good for the health fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότερον — ὑγιεινός good for the health adverbial comp ὑγιεινός good for the health masc acc comp sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινοτέρων — ὑγιεινός good for the health fem gen comp pl ὑγιεινός good for the health masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινοτέρως — ὑγιεινός good for the health adverbial comp ὑγιεινός good for the health masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινῶν — ὑγιεινός good for the health fem gen pl ὑγιεινός good for the health masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινόν — ὑγιεινός good for the health masc acc sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότατα — ὑγιεινός good for the health adverbial superl ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγιεινότατον — ὑγιεινός good for the health masc acc superl sg ὑγιεινός good for the health neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”